-
1 διεπω
(impf. διεῖπον)1) делать, совершать, вести(τὸ πλεῖον πολέμοιο Hom.)
γόοις διέπεσθαι Eur. — разливаться в жалобах2) устраивать, создавать(ἱππιοχάρμας τε κλόνους πόλεών τ΄ ἀναστάσεις Aesch.; ἀγῶνα ἐν Ὀλυμπίῃ Her.; ὅ τὸ σύμπαν διέπων θεός Arst.)
3) управлять, направлять, вести(τὰ πρήγματα Her.; τέν ἀρχέν ὡς ἐπίτροπος Plut.)
4) разгонять(σκηπανίῳ ἀνέρας Hom.)
См. также в других словарях:
κακότητα — η (AM κακότης) [κακός] 1. κακός χαρακτήρας, κακία, έχθρα, μοχθηρία, πονηρία («τείσασθαι Ἀλέξανδρον κακότητος», Ομ. Ιλ.) 2. κακή πρόθεση («οὐδεμιῇ κακότητι λειφθῆναι τῆς ναυμαχίης», Ηρόδ.) μσν. αρχ. κακή κατάσταση, αθλιότητα («εὐναὶ δὲ παράτροποι… … Dictionary of Greek
πολυάϊξ — ικος, ὁ, ἡ, Α 1. πολύ ορμητικός, σφοδρός («τὸ μὲν πλεῑον πολυάϊκος πολέμοιο χεῑρες ἐμαὶ διέπουσ », Ομ. Οδ.) 2. φρ. «κάματος πολυᾱϊξ» κόπωση που προέρχεται από την ορμή στον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ᾱιξ (< θ. αιξ , πρβλ. μέλλ. ἀΐξ ω τού… … Dictionary of Greek